φιλορμίστειρα

φιλορμίστειρα
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τους όρμους, τα λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὁρμίζω «αγκυροβολώ» (< ὅρμος [ΙΙ]) + κατάλ. -τειρα, θηλ. τής κατάλ. -τήρ* (πρβλ. δό-τειρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλορμίστειρα — she who loves to bring to harbour fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”