- φιλορμίστειρα
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τους όρμους, τα λιμάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὁρμίζω «αγκυροβολώ» (< ὅρμος [ΙΙ]) + κατάλ. -τειρα, θηλ. τής κατάλ. -τήρ* (πρβλ. δό-τειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.